ἀφιλοξενία

ἀφιλοξενία
ἀφιλοξενία, ας, ἡ(s. φιλέω, ξένος) inhospitality (SibOr 8, 304) 1 Cl 35:5.—DELG s.v. ξένος.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αφιλοξενία — η (AM ἀφιλοξενία) [αφιλόξενος] έλλειψη φιλοξενίας, απροθυμία για φιλοξενία …   Dictionary of Greek

  • κακοξενία — κακοξενία, ἡ (Α) [κακόξενος] αφιλοξενία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”